φαρμακευτικη

φαρμακευτικη
    φαρμακευτική
    φαρμᾰκευτική
    ἥ (sc. τέχνη) учение о лекарственных средствах Diog.L.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "φαρμακευτικη" в других словарях:

  • φαρμακευτική — Bλ. λ. φαρμακολογία. * * * η, ΝΜΑ βλ. φαρμακευτικός …   Dictionary of Greek

  • φαρμακευτική — η 1. η επιστήμη που ασχολείται με τις ιδιότητες και τη θεραπευτική σημασία των φαρμάκων καθώς και με την παρασκευή τους. 2. πανεπιστημιακό τμήμα της Φυσικομαθηματικής Σχολής: Φοιτητής της φαρμακευτικής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαρμακευτική — φαρμακευτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θειοπεντάλη — Φαρμακευτική ονομασία του αιθυλο μεθυλο βουτυλο θειο βαρβιτουρικού οξέος, παράγωγο του θειοβαρβιτουρικού οξέος. Το νατριούχο άλας της θ. ονομάζεται νατριούχος θ., έχει τύπο C11H17O2N2, είναι λευκοκίτρινη υγροσκοπική σκόνη, με χαρακτηριστική οσμή …   Dictionary of Greek

  • αλβουμοειδή — Φαρμακευτική ονομασία σειράς σωμάτων που έχουν στενή σχέση με τα λευκωματοσώματα και αποτελούν τα συστατικά πολλών ιστών, όπως του συνδετικού ιστού, των χονδροκυττάρων, του κερατοειδούς ιστού, των τενόντων κ.ά. Στα σώματα αυτά ανήκουν η γλουτίνη …   Dictionary of Greek

  • καρύδια κόλας — Φαρμακευτική δρόγη, που προέρχεται από τα σπέρματα φυτών του γένους κόλα (κυρίως από την κόλα την ακιδωτή) της τροπικής Αφρικής. Αν και δεν συνηθίζεται πλέον, χρησιμοποιείται ωστόσο ακόμα και από τους ιθαγενείς ως διεγερτικό και κατά της κόπωσης …   Dictionary of Greek

  • φαρμακευτικός — ή, ό / φαρμακευτικός, ή, όν, ΝΜΑ [φαρμακεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα φάρμακα ή στην παρασκευή φαρμάκων 2. το θηλ. ως ουσ. η φαρμακευτική α) (παλαιότερα) η προσωπική τέχνη τής παρασκευής τών φαρμάκων β) (σήμερα) επιστήμη και τέχνη που …   Dictionary of Greek

  • φασκομηλία — Λέγεται και αλιφασκιά (σάλβια η φαρμακευτική). Αρωματικό και φαρμακευτικό φυτό της οικογένειας των λαμπιατών ή χειλανθών (δικοτυλήδονα). Ιθαγενές των ημιορεινών παραμεσόγειων περιοχών, στην Ελλάδα συναντάται κυρίως σε ξερές πετρώδεις τοποθεσίες.… …   Dictionary of Greek

  • φασκομηλιά — Λέγεται και αλιφασκιά (σάλβια η φαρμακευτική). Αρωματικό και φαρμακευτικό φυτό της οικογένειας των λαμπιατών ή χειλανθών (δικοτυλήδονα). Ιθαγενές των ημιορεινών παραμεσόγειων περιοχών, στην Ελλάδα συναντάται κυρίως σε ξερές πετρώδεις τοποθεσίες.… …   Dictionary of Greek

  • βιοτεχνολογία — Το σύνολο των τεχνολογιών με τις οποίες αξιοποιούνται οι οργανισμοί και οι διεργασίες τους, ώστε να παραχθούν προϊόντα και να παρασχεθούν υπηρεσίες, προς όφελος του ανθρώπου. Με βάση τον ορισμό της, η β. περιλαμβάνει πρακτικές, γνωστές στον… …   Dictionary of Greek

  • αμυγδαλιά — Καρποφόρο δέντρο της οικογένειας των ροδιδών (δικότυλα). Τυπικό μεσογειακό δέντρο, η α. είναι πιθανότατα ιθαγενής της Μ. Ασίας και φαίνεται ότι η καλλιέργειά της διαδόθηκε στις άλλες μεσογειακές χώρες από τους Έλληνες και τους Ρωμαίους. Στην… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»